- κομβοσχοίνιον
- το (Μ κομβοσχοίνιον)βλ. κομποσκοίνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομποσκοίνι — και κομποσχοίνι και κομβοσχοίνι(ον), το (Μ κομβοσχοίνιον και κομποσκοίνι) 1. μάλλινο σχοινί με εκατό κόμπους, συνήθως, το οποίο χρησιμοποιούν οι μοναχοί στις προσευχές τους μετρώντας τους κόμπους και λέγοντας αντίστοιχα μια ευχή 2. όμοιο μακρύ… … Dictionary of Greek